- κνήκινος
- κνήκ-ινος, η, ον,A of or from
κνῆκος, ἔλαιον PRev.Laws53.15
, al. (iii B.C.), PTeb. 122.11 (i B.C.), Dsc.1.36.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κνῆκος, ἔλαιον PRev.Laws53.15
, al. (iii B.C.), PTeb. 122.11 (i B.C.), Dsc.1.36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κνήκινος — κνήκινος, ίνη, ον (Α) [κνήκος] αυτός που λαμβάνεται από το φυτό κνήκος … Dictionary of Greek
κνήκινον — κνήκινος of masc acc sg κνήκινος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνηκίνου — κνήκινος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνήκος — κνῆκος, ό, ή (AM, Α και κνήκη, ἡ) 1. το γένος φυτών κάρθαμος, ένα είδος τού οποίου χρησιμοποιούνταν για την εξαγωγή χρωστικής ουσίας 2. το φυτό κνίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kenәko «χρυσοκόκκινος, χρυσοκίτρινος», όπως και το αντίστοιχο… … Dictionary of Greek